- κοιτάζεις
- κοιτάζωput to bedpres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γλυκυδερκής — γλυκυδερκής, ές (Α) 1. αυτός που κοιτάζει γλυκά 2. εκείνος που έχει γλυκιά όψη, που χαίρεσαι να τον κοιτάζεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκύς + δερκής < δέρκομαι «βλέπω» (πρβλ. οξυδερκής, πολυδερκής κ.ά.)] … Dictionary of Greek
να — (I) (Μ νά και νάν και νέ) (σύνδ.) 1. (τελικ.) για να, με σκοπό να (α. «τόν έστειλα να πάρει κρασί» β. «θα πάω να τόν βρω») 2. (υποθ.) εάν, αν (α. «να τό ήξερα, θα στό λεγα» β. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα», παροιμ. φρ.) 3. (εναντ.) και αν… … Dictionary of Greek